- αλεξανδρινισμός
- ο [αλεξανδρινός]1. μίμηση τών Αλεξανδρινών2. στην επιστήμη και τη λογοτεχνία, η μελέτη τών τύπων και όχι τής ουσίας και γενικά η έλλειψη πηγαίας παραγωγής και πρωτοτυπίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεξανδρινός — και ντρινός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια ή που προέρχεται από αυτήν 2. αυτός που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια 3. αλεξανδρινοί χρόνοι, οι χρόνοι τών διαδόχων τού Μ. Αλεξάνδρου (αλλ. ελληνιστικοί) 4. αλεξανδρινή τέχνη ή… … Dictionary of Greek